Ἀλήθεια, τί εἶναι ὁ θάνατος γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς;




θάνατος εἶναι, βεβαίως, κάτι τό τρομερό. Βλέπεις ἕνα φέρετρο καί ἀνατριχιάζεις. Βλέπεις ἕναν νεκρό καί ἀμέσως ριγίζει ἡ καρδιά σου, σφίγγεσαι, πονᾶς, κλαῖς. Ὡστόσο, δέν ἀπογοητεύεσαι. Ἐλπίζεις, πιστεύεις στήν αἰώνιο ζωή.
Εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος ὁ θάνατος, καί ὁ ὕπνος εἶναι ἕνας μικρός θάνατος. Κοιμᾶσαι. Σείεται ὁ τόπος, καίγεται τό χωριό, κι ἐσύ δέν τό καταλαβαίνεις, γιατί κοι­μᾶσαι. «Μά, τί ἔγινε; Πότε; Τί; Κι ἐγώ κοιμόμουνα!», λές.
Ναί, ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος. Κοιμοῦνται οἱ ἐν Χριστῷ ἀποθνήσκοντες, κοιμοῦνται τόν αἰώνιο ὕ­πνο καί περιμένουν τήν σάλπιγγα τῆς Ἀποκαλύψεως, τήν σάλπιγγα τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, γιά νά ἐγερθοῦν. Δέν εἶναι νεκροταφεῖα οἱ χῶροι ὅπου ἀναπαύονται οἱ κεκοιμημένοι. Εἶναι κοιμητήρια. Ἔτσι ὀνομάζονται.

    Εἶναι ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος.
  Εἶναι ὁ θάνατος ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
  Εἶναι ὁ θάνατος ἡ διάβασις ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό.
  Εἶναι ὁ θάνατος ἡ γενέθλιος ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, ἀποθνήσκοντας γιά τόν κό­σμο αὐτό, γεννιέται γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐ­ρανῶν.

Ἔτσι τόν ὀνομάζει τόν θάνατο ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, γενέθλιο ἡμέρα. Καί τήν ἡμέρα αὐτή τήν ἀναμένει, τήν προσδοκᾶ, τήν ἀναζητᾶ. «Μή μοῦ στερήσετε, λέγει στούς χριστιανούς τῆς Ρώμης, τῆς εὐκαιρίας αὐτῆς. Ἀφῆστε με νά ὁδηγηθῶ στό μαρτύριο, νά γίνω τροφή τῶν ἀγρίων λιονταριῶν, νά ἀλεσθῶ, ὅπως ἀλέθεται τό σιτάρι στίς μυλόπετρες. Ἔτσι νά ἀλεσθῆ τό κορμί μου, τά κόκκαλά μου, τό σῶμα μου, ἀρκεῖ ἕνα μονάχα νά κερδίσω· νά κερδίσω τόν Χριστό. Ποθῶ τό ταχύτερο νά ἐξέλθω τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί νά εὑρεθῶ ἑνωμένος μέ τόν Χριστό μου».

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «Ἡ ζωή καί ὁ θάνατος», τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου.