Μιά προσευχή


Κύριε,
Χρονιάρες μέρες, ἀλλά ἐγώ πάλι τόν πόνο μου σκύβω μπροστά Σου γιά νά πῶ. Πονῶ, Κύριε.
Κι ὅταν ὁ πόνος εἶναι δικός μου, στό σῶμα ἤ στήν ψυχή, δέν μέ πονάει τόσο. Τόν μετράω, τόν ζυγίζω, γυμνάζω τούς ὤμους, ὑπολογίζω τίς ἀντοχές... καί τόν σηκώνω.
Ἀλλά ὅταν πονάη ὁ ἀδελφός, αὐτός ὁ πόνος ἀφόρητος μοῦ φαίνεται.
Κι ἀκόμα περισσότερο, ὅταν πονάη ὁ ἀδελφός πού κάποτε ἔγινε ἀφορμή νά φύγη ὁ πόνος ἀπό τήν ζωή μου... ὁ ἀδελφός πού ἔγινε αἰτία νά γεννηθῆς Ἐσύ στήν φάτνη τῆς καρδιᾶς μου. Ἐσύ, ἡ μόνιμη Χαρά, ἡ παντοτινή Ἐλπίδα.
Εὐγνωμοσύνη; καθῆκον; ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Δέν ξέρω τί με σπρώχνει σήμερα μπροστά Σου.
Πονῶ γιά τούς πονεμένους, Κύριε... καί Σέ παρακαλῶ...
Εὐλόγησε, ἁπάλυνε τόν πόνο.
Στεῖλε, Κύριε, τήν θεραπεία, τό θαῦμα. Στεῖλε στό προσκέφαλο τοῦ πόνου κάποιους ἀπό τούς ἀγγέλους πού ἀμέτρητοι ἀνεβοκατεβαίνουν σήμερα στούς ἀνοιγμένους οὐρανούς.
Πάρε τόν πόνο ὅλων τῶν πονεμένων τοῦτες τίς Ἅγιες Μέρες.
Καί τήν ἀποψινή χριστουγεννιάτικη ξαγρύπνια μου δέξου την σάν δῶρο φτωχῆς μά εὐγνώμονης καρδιᾶς μπροστά στήν Ἅγια Φάτνη Σου...

Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 477, Δεκέμβριος 2012