Στη σημαία




Εσένα που σε χάϊδεψε της λευτεριάς η αύρα
περήφανη πρώτη φορά πάνω στη Άγια Λαύρα.
Εσέ που χέρι σε ύψωσε τρισάγιο και βροντήσαν
όχι φωνές μα τουφεκιές όταν σε χαιρετήσαν.

Οι τουφεκιές παληκαριών που εμπρός σου αντρειωμένα,
γονάτισαν κι ορκίστηκαν να πέσουνε για σένα.
Εσένα που σε κοίταζαν μάνες που στο ένα χέρι,
βαστούσαν βυζανιάρικα και στο άλλο το μαχαίρι.

Εσέ που όταν σ’ αντίκρυσαν οι γέροι ξανανιώσαν
και μ’ άρματα τη μέση τους την κουρασμένη ζώσαν.
Εσέ πια ανθρώπινη φωνή, μπορεί να ιστορήσει,
την ξακουσμένη δόξα σου και να την τραγουδήσει.

Εσύ δεν είσαι από πανιού λωρίδα καμωμένη,
είσαι από αίμα και καπνούς κι από φωτιά βγαλμένη.
Εσύ πετούσες σαν αητός πάνω από ηρώων κεφάλια.
Σελάγιζες σε πέλαγα, σε κάμπους σε ακρογιάλια.

Πάνω από νίκες άμετρες το φλάμπουρό σου εστήθη,
και πάντα δρόμο σ’ άνοιγαν μές στων εχθρών τα πλήθη,
τα χέρια που σε βάσταγαν, τ’ ανδρειωμένα χέρια
για να σε μπήξουν σε κορφές, σ’ απάτητα λιμέρια.

Για να σε δούν πολύ ψηλά, ψηλά απ’ της γης το χώμα.
Τόσο ψηλά που τ’ ουρανού, επήρες πια το χρώμα.
Για να δουν πολύ ψηλά, ψηλά απ’ της γης το χώμα.
Τόσο ψηλά που τ’ ουρανού, επήρες πια το χρώμα.