Τά Ἱεριχούντεια τείχη ἔπεσαν (Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά)


Τοῦ (†) Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου

Στήν Ἰεριχώ μᾶς μεταφέρει σήμερα ὁ ῾Ιερός Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Εἶναι μία πόλις γραφική πού περικλείεται ἀπό πλούσια βλάστησι, μέ ἀφθονία νερῶν. Τήν γνωρίζουμε τήν πόλι αὐτή ἀπό τήν ἱστορία, τότε πού ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ ὡς ἡγέτης τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ τόν ὡδηγοῦσε στήν γῆ τῆς ᾿Επαγγελίας καί καθ’ ὁδόν βρέθηκε μπροστά στήν Ἰεριχώ, ἡ ὁποία ἐφημίζετο γιά τά ἄπαρτα τείχη της, τά ὁποῖα τείχη τῆς πόλεως ἦταν ἰσχυρά καί κανένας δέν μποροῦσε νά τά ἐκπορθήση.
Ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὅμως, μέ θεία καθοδήγησι ἔβαλε σέ ἐφαρμογή ἕνα σχέδιο. Τί ἔκανε; Μάζεψε ὅλο τόν λαό καί τούς ἔδωσε ἐντολή: τό πρωΐ, μόλις ὁ ἥλιος ἀνατείλη, νά εἶναι ὅλοι στό πόδι καί νά σχηματίσουν μία ἱερά πομπή. Μπροστά ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, στή συνέχεια οἱ σαλπιγκταί, τό ἱερατεῖο καί τελευταῖος ὁ λαός: ἄνδρες, γυναῖκες, μικρά παιδιά, ἀσπρομάλληδες γέροντες, ὅλοι νά ἀποτελέσουν μία φάλαγγα ἱερή. Καί ὅλη τήν ἡμέρα σιωπηλοί νά περιφέρωνται γύρω ἀπό τά τείχη.
Αὐτό εἶπε θά ἐπαναληφθῆ ἐπί ἕξι ὁλόκληρες ἡμέρες. Τήν ἕβδομη θά δοθῆ τό σύνθημα. Οἱ σαλπιγκταί νά σαλπίσουν καί ὅλος ὁ λαός νά φωνάξουν τήν πολεμική τους ἰαχή.
Ἔτσι κι ἔγινε.  Μόλις οἱ σάλπιγγες ἤχησαν καί ὁ λαός ἄρχισε νά φωνάζη τά τείχη σείστηκαν, οἱ φρουροί τρόμαξαν καί ἐγκατέλειψαν τίς θέσεις των, καί ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ μπῆκε νικητής μέσα στήν πόλι. ῎Ετσι ἔπεσαν τά ῾Ιερουχούντια τείχη καί οἱ ᾿Ισραηλῖται κατέλαβαν τήν Ἰεριχώ.

Τό κάστρο τοῦ Ζακχαίου ἰσοπεδώνεται
Ἀλλά αὐτό εἶναι μία ἱστορία πού ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα. Πῶς; Νά, δέν εἴδατε; Ὁ Κύριός μας εὑρίσκεται στά πρόθυρα τῆς πόλεως αὐτῆς καί ἐκεῖ θεραπεύει ἕναν τυφλό. Καί ἐνῶ προχωρεῖ, ἡ εἴδησις ὅτι ἔρχεται ὁ Κύριος πρός τήν Ἱεριχώ ξεσηκώνει τούς κατοίκους τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι βγαίνουν στούς δρόμους, γιά νά συναντήσουν, νά δοῦν καί ν’ ἀκούσουν τόν Χριστό. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καί ἕνας ἄνθρωπος πού ἀκούει στό ὄνομα Ζακχαῖος. Ἕνας ἄνθρωπος, μικρός στό ἀνάστημα, πού «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν», ἤθελε νά δῆ τόν Ἰησοῦ. 
Τό πιστοποιητικό τῆς ταυτότητός του δέν ἦταν καθαρό. Ἦταν ἀρχιτελώνης, φορατζής, ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς σήμερα, πού σάν βδέλλα ρουφοῦσε τόν τίμιο ἱδρῶτα τοῦ λαοῦ καί ἕνα κλῖμα δυσμενές ἐπικρατοῦσε εἰς βάρος του. Ὅλοι μιλοῦσαν ἐναντίον του καί δέν ἔχαιρε ἐκτιμήσεως ἀπό τήν κοινωνία καί τόν λαό. Ἀλλά δέν ἔφτανε μόνον αὐτό. Ἦταν καί δοσίλογος. Ἦταν συνεργάτης τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν, εἶχε πουλήσει τήν ἐθνική του συνείδησι, γιά νά πλουτίζη. Καί ἐκτός τούτου εἶχε μαζέψει μέ τρόπο παράνομο, χρῆμα πολύ, ἦταν πολύ πλούσιος.
Καί ὅμως, ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἀναπαυόταν μέ αὐτά πού εἶχε. Ἤθελε «ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν». Ὁ ἄνθρωπος ζητάει νά βρῆ τόν Θεό του. Μπορεῖ νά ἔχη χρήματα, πλούτη, ἀλλά νά μήν εἶναι ἤρεμος· κάτι τοῦ λείπει. Μπορεῖ νά ἔχη δόξες, ἀξιώματα καί τιμές· δέν ἔχει γαλήνη καί ἡσυχία, ἔχει ἀνησυχίες· κάτι τοῦ λείπει. Ἄν λείπη ὁ Θεός, ὅλα μᾶς λείπουν. «Πάντες δέ θεῶν χατέουσι», ὅπως λέει ὁ Ὅμηρος. Καί αὐτοί πού ἰσχυρίζονται καί κομπορρημονοῦν ὅτι εἶναι ἄθεοι καί ἄπιστοι, τόν ἑαυτό τους γελοῦν καί ἐμᾶς θέλουν νά κοροϊδέψουν. Δέν ὑπάρχει κανένας ἄπιστος καί κανένας ἄθεος. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήση χωρίς τόν Θεό. «Ἐπλάσθημεν, Κύριε, ἀπό Σέ, διά Σέ καί ἡ καρδία μας πάσχει καί ὑποφέρει μέχρις ὅτου ἔλθῃ καί εὕρῃ τήν ἀνάπαυσίν της ἐν Σοί», ἔλεγε ἕνας Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας. 
Καί ὁ Ζακχαῖος, λοιπόν, «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν». Πῶς ὅμως; Εἶναι εὔκολο πρᾶγμα; Οἱ δρόμοι εἶναι γεμᾶτοι ἀπό τά πλήθη. Αὐτός εἶναι μικρός στό ἀνάστημα. Πῶς θά δῆ τόν Κύριο τήν ὥρα πού θά περνᾶ ἀπό τόν δρόμο; Ἦταν ἀδύνατον. Ὅμως… ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλη! Πώ! πώ! Ἰσοπεδώνει βουνά, γκρεμίζει καί γεφυρώνει τά χάσματα.       Ὅταν θέλη ὁ ἄνθρωπος, κρατᾶ στά χέρια του μιά τεράστια δύναμι!
Ὅταν θέλη ὁ ἄνθρωπος, βυθίζεται στήν γῆ καί βγάζει τά πολύτιμα μέταλλα καί τό χρυσάφι τῆς γῆς.
Ὅταν θέλη ὁ ἄνθρωπος, ἀνεβαίνει στούς αἰθέρας, πετάει ψηλά στούς οὐρανούς, πάει στήν σελήνη! 
Ὅταν θέλη ὁ ἄνθρωπος, βυθίζεται στούς ὠκεανούς καί ἐξερευνᾶ τά βάθη τῶν θαλασσῶν καί βγάζει ὅ,τι πολύτιμο κρύβει ἡ θάλασσα.
Ὅταν θέλη ὁ ἄνθρωπος, ἀγρίμια ἡμερώνει.
Ὅταν θέλη ὁ ἄνθρωπος, νικᾶ. 
Θέλεις νά κόψης μία ἀδυναμία; Θέλεις; Θέλεις νά κόψης τό τσιγάρο; Θά τό πετύχης. Ἄν δέν θέλης, δέν θά τό πετύχης.
Θέλεις νά ξερριζώσης τόν θυμό; Θά τό πετύχης. Ἄν δέν θέλης, δέν θά τό πετύχης.
Θέλεις νά κόψης κάθε δεσμό μέ τά ναρκωτικά; Τά παιδιά πού θέλουν τό πετυχαίνουν μέ τήν συνεργασία τῶν ἰατρῶν καί τῶν καταλλήλων φαρμάκων. Ὅταν, ὅμως, δέν θέλουν, δέν μποροῦν.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἀπό τό λεξιλόγιό μας πρέπει νά κόψουμε ἕνα ρῆμα: Τό «δέν μπορῶ». Δέν μπορῶ, δέν ὑπάρχει γιά τόν χριστιανό. Δέν θέλω, ὑπάρχει. 
Γιατί, Θέλω, σημαίνει μπορῶ.
Μπορῶ, σημαίνει προχωρῶ.
Προχωρῶ, σημαίνει ἀγωνίζομαι.
Ἀγωνίζομαι, σημαίνει νικῶ.
Νικῶ, σημαίνει στεφανοῦμαι.
Αὐτή εἶναι ἡ Κλίμακα τοῦ Θέλω. Ἄν περπατήσουμε τό πρῶτο σκαλοπάτι, θά περπατήσουμε καί τά ὑπόλοιπα, γιά νά πετύχουμε.

Καί ὁ Ζακχαῖος, ἀδελφοί μου, εἶχε τήν θέλησι. Εἶχε μιά ἐπιθυμία, ἡ ὁποία ἔγινε πόθος, ἔγινε λαχτάρα, ἔγινε ἰσχυρή θέλησις καί «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν».
Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος στό Κεκραγάριό του, στήν πρώτη προσευχή, λέγει: «Θεέ μου, ἄναψε τόν πόθο στήν καρδιά μου νά σέ λαχταρήσω, νά σέ ἀναζητήσω. Κι ἀφοῦ σέ ἀναζητήσω, νά σέ βρῶ. Κι ἀφοῦ σέ βρῶ, νά σέ γνωρίσω. Κι ἀφοῦ σέ γνωρίσω, νά σέ ἀγαπήσω. Κι ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω, νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τά πάθη πού μέ κρατοῦν ἁλυσοδεμένο. Τότε, ἐφόσον σέ γνωρίσω, θά σέ ἀγαπήσω καί θά σέ ὑπηρετήσω».
Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Ζακχαῖος; Λησμόνησε τό ἀξίωμά του, λησμόνησε τήν ἀξιοπρέπειά του καί σάν μωρό παιδί, ἀνέβηκε πάνω σέ μία συκομορέα, ἀπό κεῖ πού περίμενε πώς θά περάση ὁ Χριστός. Καί, πράγματι, ὁ παντογνώστης Θεός, ὁ Χριστός, περνώντας κοντά ἀπό τήν συκομορέα, τόν βλέπει καί τοῦ λέγει: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι», γρήγορα κατέβα κάτω, σήμερα θά ἔρθω στό σπίτι σου νά μείνω. 
Γιά νά δῆς τόν Χριστό πρέπει νά ἀνεβῆς λίγο παραπάνω ἀπό τήν γῆ, νά βρεθῆς ἀνάμεσα στόν οὐρανό καί τήν γῆ, νά μετεωρισθῆς. Ὅταν ἔχουμε σκυμμένα τά βλέμματά μας στήν γῆ, στό χῶμα, στήν λάσπη, στά βιωτικά, στά ἐφήμερα, στά πρόσκαιρα, στά ὑλικά, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό. Ὅταν ἕνας ἔχη τήν καρδιά του αἰχμάλωτη στό χρῆμα, στό χρυσό, δέν μπορεῖ νά συναντήση τόν Χριστό.

Ὁ Χριστός μπροστά στόν ἁμαρτωλό
Ἔτσι, ὁ Ζακχαῖος κατεβαίνει γρήγορα ἀπό τό δένδρο καί πηγαίνει στό σπίτι του νά ὑποδεχθῆ τόν Χριστό. Ἀλλά τί συμβαίνει; Κάποιοι σκανδαλίζονται. Κάποιοι πειράζονται. Πῶς εἶναι δυνατόν, λένε, ὁ Χριστός νά πάη στό σπίτι ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου; Ἐσκανδαλίσθησαν οἱ ἄνθρωποι, οἱ καθαροί καί ἄμωμοι. Κι ὅμως, ἐδῶ βρίσκεται τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ. 
Στήν Νιγηρία συνελήφθη μιά γυναῖκα νά ἁμαρτάνη ἐπ’ αὐτοφώρῳ καί καταδικάσθηκε σέ θάνατο, γιατί αὐτό λέει ὁ νόμος τοῦ Ἰσλάμ. Ξεσηκώθηκε τότε ὅλος ὁ πολιτισμένος κόσμος τῆς Εὐρώπης καί ζήτησε χάρι γιά τήν γυναίκα αὐτή ἀπό τήν κυβέρνησι τῆς Νιγηρίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναβληθῆ ἡ ἐκτέλεσις τῆς ἀποφάσεως.
Καί τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστιανισμός, δέν βλέπει τό ἁμάρτημά σου, δέν βλέπει τήν πτῶσι σου, δέν βλέπει τό χτές, βλέπει τό σήμερα, τό τώρα. Καί ὁ Χριστός μας, ὅταν βρέθηκε μπροστά σέ μιά ἁμαρτωλή γυναῖκα, πού οἱ Φαρισαῖοι τήν ἔφεραν ἐκεῖ, καταγγέλλοντάς την ὅτι τήν συνέλαβαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ νά διαπράττη τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, ἔσκυψε κάτω στό ἔδαφος καί ἔγραψε μέ τό δάχτυλό του «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω». Καί ὅταν ὕψωσε τά βλέμματά του, ὅλοι ἐκεῖνοι εἶχαν ἐξαφανισθῆ. «Γυναῖκα, ποῦ εἶναι οἱ κατήγοροί σου; γιατί ἔφυγαν;», ρώτησε ὁ Χριστός. Ποιός εἶχε καθαρό χέρι νά λιθοβολήση τήν γυναῖκα; Ποιός εἶναι ὁ ἀναμάρτητος πού θά καταδικάση τόν ἄλλον γιά ἁμαρτία; Ἕνας εἶναι ὁ ἀναμάρτητος. Καί ὁ Χριστός εἶπε τότε στήν γυναῖκα: «Πήγαινε· ἀφοῦ οἱ κατήγοροί σου παραιτήθησαν τῆς κατηγορίας, σοῦ δίνω τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Πήγαινε καί μήν ἁμαρτάνης πλέον». 
Νά τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού θέλουν νά τόν ἰσοπεδώσουν μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστιανισμός, τό Εὐαγγέλιο, δέν εἶναι θρησκεία, εἶναι ἀποκάλυψις Θεοῦ. Ἡ θρησκεία εἶναι δημιούργημα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητάει τόν Θεό· αὐτό τό φαινόμενο εἶναι θρησκεία. Ἐνῶ στήν δική μας πίστι ὁ Θεός ἀναζητάει τόν ἄνθρωπο καί ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο καί σώζει τόν ἄνθρωπο. 
Καί νά, ὁ Κύριός μας, στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου. Τί τιμή γιά τόν Ζακχαῖο! Ὁ Χριστός στό σπίτι του! Συγκλονίζεται ἀπό τήν γνωριμία μέ τόν Χριστό. Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του βλέποντας τό μεγαλεῖο καί τήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ καί μετανοεῖ καί ὄχι ἁπλῶς μετανοεῖ, ἀλλά δείχνει καί τόν καρπό τῆς μετανοίας. «Ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Νά ἔμπρακτος μετάνοια· νά ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητος. «Τά μισά ἀπό τήν περιουσία μου τά χαρίζω στούς πτωχούς καί ὅποιον ἀδίκησα σέ ἕνα πρᾶγμα, αὐτό τό ἕνα τό ἐπιστρέφω εἰς τετραπλοῦν». Καί ὁ Κύριός μας τοῦ ἔδωσε τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Ἡ μετάνοια ὡδήγησε ἕναν ἄνθρωπο ἁμαρτωλό στήν σωτηρία καί τήν λύτρωσι. 
Τά κάστρα τά Ἱεριχούντεια ἔπεσαν. Ἀλλά καί ἕνα ἄλλο κάστρο σήμερα ἔπεσε· τό κάστρο τῆς ἁμαρτωλῆς καρδιᾶς, τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς τοῦ Ζακχαίου ἔπεσε, καί ἐγκατέστησε τόν θρόνο του ὁ βασιλιάς Χριστός. Τό σπίτι καί ἡ καρδιά τοῦ Ζακχαίου ἔλαμψαν ἀπό φῶς, ἀπό ἀλήθεια· πῆραν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ζακχαῖος βρῆκε τήν σωτηρία του. 

Καί τώρα τό δικό μας κάστρο
Τώρα ἀπομένει ἕνα ἄλλο κάστρο· τό δικό μας κάστρο, πού θέλει νά ἐκπορθήση ὁ Χριστός. Χτυπάει τήν πόρτα μας, ζητᾶ ὁ σωτήρας τῆς ψυχῆς μας νά εἰσέλθη. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ». Χτυπάει ὁ Θεός καί σήμερα τήν θύρα τῆς καρδιᾶς ὅλων μας, ζητάει νά περάση, ζητάει νά μείνη μαζί μας, νά καθήση στό τραπέζι μας, γιά νά μᾶς φέρη τήν σωτηρία καί τήν λύτρωσι. 
Καί ἐμεῖς κρατοῦμε ἑρμητικά τήν καρδιά μας, κλεισμένη καί ἁλυσοδεμένη στήν ἁμαρτία, στά πάθη, στό σκοτάδι, στήν ἀπιστία, στόν ὑλισμό, στήν φθορά, στήν σῆψι, στήν διαφθορά. Τά σημεῖα τῶν καιρῶν εἶναι πολλά. Ὁ Θεός μᾶς καλεῖ ὅλους σέ μετάνοια καί σέ ἐπιστροφή. Εἰλικρινῆ μετάνοια, σάν αὐτή πού ἔδειξε ὁ Ζακχαῖος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς καί δέχτηκε τήν σωτηρία καί τήν λύτρωσι. Μετάνοια σημαίνει στροφή 180ο. Νά βλέπης πρός τήν δύσι καί νά στρέφης τά βλέμματά σου πρός ἀνατολάς. Ἀλλαγή τρόπου σκέψεως, ζωῆς καί ἀποφάσεων. Νά κόψουμε κάθε δεσμό μέ τήν ἁμαρτία καί νά ἀποδώσουμε τό δίκαιο σέ ἐκεῖνον πού τοῦ τό ἀφαιρέσαμε. Νά ἀποδώσουμε τήν ἀλήθεια σέ ἐκεῖνον πού τοῦ τήν στερήσαμε. Νά ἀποδώσουμε τήν ἀγάπη σέ ἐκεῖνον πού δέν τήν δείξαμε ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πόρτα πού μᾶς ἀνοίγει νά περάσουμε τίς πύλες τοῦ παραδείσου. 
Καί τό δικό μας κάστρο πρέπει νά πέση· καί ἡ δική μας καρδιά πρέπει νά σεισθῆ καί νά δεχθῆ τόν ἐλευθερωτή τῆς ζωῆς τοῦ καθενός ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός ἐλευθερώνει, ὁ Χριστός φωτίζει, ὁ Χριστός ἁγιάζει, ὁ Χριστός σώζει. Ἄς εἶναι καί γιά μᾶς νά ἀκουσθῆ ἀπό τόν ἄγγελό μας: «Σήμερα σέ τοῦτο τό σπίτι ἦλθε ἡ σωτηρία! Σήμερα ἐλευθερώθηκε αὐτό τό σκλαβωμένο πλάσμα. Σήμερα βρέθηκε τό ἀπολωλός πρόβατο καί μπῆκε στήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ». Ἀμήν.