Πρόβλημα γιά κάθε ἄνθρωπο πού προσεύχεται, ἀποτελεῖ ἡ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ στά αἰτήματά του. Πολλές φορές τό παιδί τοῦ Θεοῦ, ἀποκαμωμένο ἀπό τήν ἀργοπορία τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Θεοῦ στά αἰτήματά του, λέγει: «Τί νά προσευχηθῶ; Ὁ Θεός πλέον δέν μέ ἀκούει. Στέλνω πολλά αἰτήματα, ἀλλά καμμιά ἀπάντησι δέν παίρνω». Εἶναι ὅμως ἀλήθεια αὐτό; Μπορεῖ ὁ Θεός νά ἀποστρέψη τήν ἀκοή Του στά αἰτήματά μας, στίς προσευχές μας;
Αὐτό πού μᾶς κάνει ὅλους νά σκεπτώμεθα κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, εἶναι ὅτι ζητᾶμε ἄμεση καί θετική ἀπάντησι στίς ὑποβαλλόμενες αἰτήσεις μας. Καί ἐπειδή δέν τήν ἔχουμε, ἀμέσως καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός πλέον δέν μᾶς ἀκούει, γι’ αὐτό καί δέν ἱκανοποιεῖ τά αἰτήματά μας. Λησμονοῦμε προφανῶς ὅτι ὁ Θεός, πολλές φορές, ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματά μας καί μέ ἀρνητικό τρόπο. Καί ἡ σιωπή, καί ἡ ἄρνησις, ἡ μή ἱκανοποίησις τοῦ αἰτήματός μας, ἀποτελοῦν ἀπάντησι στήν προσευχή μας.
Ὁ Θεός ἀκούει τήν προσευχή ἐκείνων πού θέλουν καί λαχταροῦν νά συνομιλοῦν μαζί Του. Καί ὅταν λέμε συνομιλία δέν ἐννοοῦμε νά κινοῦμε ἁπλῶς τήν γλῶσσα μας καί νά παίζουμε ἁπλῶς τά χείλη μας, ἀλλά νά ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά συνομιλῆ μέ τόν Θεό. Ὅταν ἡ καρδιά μας στήν ὥρα τῆς προσευχῆς στέκεται ὄρθια καί συμμετέχη μέ ὅλες της τίς δυνάμεις στόν διάλογο μέ τόν Θεό, τότε ἡ φωνή τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου ἐγγίζει τόν θρόνο τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Τότε ἡ προσευχή μας φθάνει στήν ἀκοή τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή πού βγαίνει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας γίνεται εἰσακουστή ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Θεός ἀκούει τήν φωνή ἐκείνων πού συνειδητῶς προσεύχονται καί ἐξαρτοῦν τά πάντα ἀπό τήν παρουσία Του στήν ζωή τους. Δέν θυμοῦνται τόν Θεό μόνον στήν ὥρα τοῦ κινδύνου, ἀλλά καί ὅταν νοιώθουν πώς εἶναι ἀσφαλεῖς. Δέν προσεύχονται μόνον ὅταν εἶναι ἀσθενεῖς, ἀλλά καί ὅταν εἶναι ὑγιεῖς· καί ὅταν ὑποφέρουν καί ὅταν ἔχουν ἀφθονία ἀγαθῶν. Συνομιλοῦν μέ τόν Θεό ὄχι μόνον ὅταν εἶναι μικροί καί ἄσημοι, ἀλλά καί τότε πού ἀξιώνονται νά καταλάβουν ὑψηλές θέσεις καί ἀξιώματα. Ἡ συνομιλία αὐτή μέ τόν οὐρανό, πού καί στίς ὧρες τῆς δυστυχίας καί στίς ὧρες τῆς εὐτυχίας δέν διακόπτεται, περικυκλώνει τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί γίνεται εἰσακουστή. Αὐτή ἡ προσευχή δέν μένει ποτέ ἀναπάντητη.
Ὁ Θεός ἀκούει τήν φωνή ἐκείνων πού ἡ προσευχή τους συνοδεύεται ἀπό ἀρετή καί ἡ καρδιά τους εἶναι καθαρή. Ὁ ἄνθρωπος μέ καθαρή καρδιά ἔχει μιά ἰδιαίτερη παρρησία στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ χαρακτηρίζει τόν Θεό ὡς Θεό τῆς δικαιοσύνης, «ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης μου». Γιά τόν κατατρεγμό καί γιά τίς σκληρές ὧρες τῆς δοκιμασίας, γνωρίζει πολύ καλά ὁ Δαυΐδ ὅτι εἶναι ἀθῶος. Σέ τίποτε δέν ἔβλαψε τό παιδί του πού ἐπαναστάτησε. Γι’ αὐτό λέγει: «Ὅπως, Κύριε, μέ ἄκουσες στό παρελθόν, ἔτσι θέλω καί τώρα νά μέ ἀκούσης». Ἡ ἀρετή κάνει τήν προσευχή εὐάρεστη καί εὐπρόσδεκτη στόν Θεό. Ὄντως, «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε΄, 16).
Ὁ Θεός ἀκούει τήν φωνή τοῦ ἀνθρώπου πού σκληρά δοκιμάζεται καί δεινῶς ὑποφέρει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νοιώθη τά κύματα τῆς ζωῆς νά κτυποῦν μέ λύσσα τό καραβάκι τῆς ψυχῆς του, ὅταν αἰσθάνεται μόνος καί ἔρημος, καί οἱ φίλοι του καί οἱ πλησίον του ἀρνοῦνται ἤ ἀδυνατοῦν νά τοῦ προσφέρουν τήν βοήθειά τους, τότε ἡ προσευχή τοῦ δοκιμαζομένου ἀνθρώπου εἶναι τόσο δυνατή, τόσο θερμή, τόσο πυρακτωμένη, πού μέ πυραυλική, θά λέγαμε, δύναμι διασπᾶ τήν στρατόσφαιρα καί φθάνει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ προσευχές ἔχουν ἄμεση ἀνταπόκρισι καί θετικά καί εὐεργετικά ἀποτελέσματα.
Ὁ Θεός ἀκούει τήν φωνή ἐκείνων πού ἐκλιπαροῦν τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία Του. Αὐτός πού θέλει νά παρουσιάζεται στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, προβάλλοντας τά αἰτήματά του κατά τρόπο πού ἡ «ἁγιότητά» του τοῦ παρέχει τό δικαίωμα, δέν μπορεῖ νά ἐλπίζη σέ μιά δίκαιη ἀνταπόκρισι. Διότι, γιά ποιά ἁγιότητα μποροῦμε νά μιλοῦμε, ὅταν ἐμεῖς, οἱ μικροί, στεκόμαστε μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ; Γιά ποιά ἁγιότητα δική μας μποροῦμε νά μιλοῦμε, ὅταν καί στήν ἁγιότερή μας πρᾶξι μποροῦμε νά ἁμαρτάνουμε; Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιτακτική ἀνάγκη, ἄν θέλουμε ἡ προσευχή μας νά φθάση στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, νά ζητοῦμε πάντα τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία Του. Χωρίς τό ἔλεος, ὄχι μόνον τά αἰτήματά μας δέν θά εἰσακούωνται, ἀλλά οὔτε καί στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας μποροῦμε νά ἐλπίζουμε. Γι’ αὐτό πάντα νά ζητοῦμε τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία Του, ἐπαναλαμβάνοντας τό: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη΄, 13) καί τό «Κύριε ἐλέησον». Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τήν περισφιγμένη ἀπό τήν θλῖψι καί τήν δοκιμασία ψυχή τοῦ Δαυΐδ τήν ἐπλάτυνε καί τήν κατέστησε εὐρύχωρη, ἀνάλαφρη, χαρούμενη καί εὐτυχισμένη.
* * *
Ἀδελφέ μου, ὁ Θεός ἀκούει καί τήν δική σου φωνή, ὅσες φορές ὁ πομπός τῆς ψυχῆς σου ἐκπέμπει σήματα στήν συχνότητα τῶν οἰκτιρμῶν καί τῆς εὐσπλαγχνίας Του. Ἄς μήν στηριζώμεθα στήν ἁγιότητά μας, ἀλλά μόνον στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μήν ἀπελπίζεσαι ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν σου. Ζήτησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν ἀκόμη οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι ἕνας Ὄλυμπος, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνας ἀπέραντος ὠκεανός, ἱκανός νά καλύψη τό βουνό τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἡ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐξαρτᾶται μόνον ἀπό τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Αὐτός καί μόνον δικαιώνει τόν ἄνθρωπο.
Πηγή: Ἀρχιμανδρίτου π. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Ψαλῷ τῷ Θεῷ μου», ἐκδόσεις Ο.Χ.Α. «ΛΥΔΙΑ».