Ἡ φιλοσοφία ἀναζητᾶ τόν Ποιητή τοῦ παντός



Ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στή γῆ,  πάντοτε ἦταν χαρακτηριστικό του ὁ ἀγώνας νά βρεῖ τήν ἀλήθεια, νά συλλογιστεῖ τήν ὕπαρξή του. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ φιλόσοφοι ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἔρευνα τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου καί τῶν νόμων του, ἐλπίζοντας νά γνωρίσουν πάνω σ’ αὐτή τή βάση τίς αἰτίες τῶν ὄντων. Οἱ φιλόσοφοι δέν ἐπιδίδονταν μόνο σέ διαλογισμούς καί λογική, ἀλλά μελετοῦσαν ἐπίσης ἀστρονομία καί φυσική, μαθηματικά καί γεωμετρία, μουσική καί ποίηση. Οἱ πολύπλευρες γνώσεις συνδυάζονταν μέ ἀσκητική ζωή καί προσευχή, χωρίς τίς ὁποῖες δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ ὁ καθαρισμός τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἡ κάθαρση.
Μελετώντας τόν ὁρατό κόσμο, οἱ φιλόσοφοι κατέληξαν στό συμπέρασμα, ὅτι στό Σύμπαν δέν ὑπάρχει τίποτα τυχαῖο, ἀλλά κάθε λεπτομέρεια ἔχει τή θέση της καί ἐκτελεῖ μιά λειτουργία, ὑπακούοντας σέ αὐστηρούς κανόνες: οἱ πλανῆτες ποτέ δέν παρεκκλίνουν ἀπό τίς τροχιές τους καί οἱ δορυφόροι ποτέ δέν ἐγκαταλείπουν τούς πλανῆτες τους. Στήν κτίση ὅλα εἶναι τόσο ἁρμονικά καί λυσιτελή, ὥστε οἱ ἀρχαῖοι τήν ὀνόμαζαν «κόσμο», δηλαδή ὀμορφιά, τάξη, ἁρμονία, σέν ἀντίθεση μέ τό «χάος», τήν ἀταξία, τή δυσαρμονία. Ὁ κόσμος παρουσιαζόταν ὡς τεράστιος μηχανισμός, στόν ὁποῖο λειτουργεῖ ἕνας οὐδέποτε διακοπτόμενος ρυθμός, ἕνας παλμός, πού οὐδέποτε χάνεται. Ἀλλά κάθε μηχανισμός πρέπει νά ἔχει φτιαχτεῖ ἀπό κάποιον, ὅλα τά ρολόγια πρέπει νά ἔχουν κατασκευαστεῖ καί κουρδιστεῖ. Ἔτσι οἱ φιλόσοφοι διά τῆς διαλεκτικῆς ὁδοῦ κατέληξαν στήν ἰδέα τοῦ ἑνός Κτίστη τοῦ Σύμπαντος. Ὁ Πλάτων τόν ὀνομάζει Δημιουργό, Πατέρα, Θεό (ὁ πρῶτος ὅρος σημαίνει Αὐτόν πού φτιάχνει, τόν Τεχνίτη). «Καθετί πού ὑπάρχει, κατ’ ἀνάγκην προέρχεται ἀπό κάποιο αἴτιο...», γράφει ὁ Πλάτων. «Τόν Ποιητή ὅμως καί Πατέρα αὐτοῦ τοῦ σύμπαντος εἶναι δύσκολο νά Τόν βροῦμε καί ὅποιος Τόν βρεῖ, εἶναι ἀδύνατον νά μιλήσει γι’ Αὐτόν... Ἄν εἶναι ὡραῖος ὁ κόσμος, κι ὁ Δημιουργός του εἶναι ἀγαθός... Ὁ κόσμος εἶναι τό ὡραιότερο ἀπό ὅσα ἔγιναν καί ὁ Δημιουργός εἶναι ὁ ἄριστος ἀπό τά αἴτια... Ἐπιθυμώντας ὁ Θεός νά εἶναι ὅλα καλά καί τίποτα, ὅσο γίνεται, νά μήν εἶναι κακό, ἔλαβε τά ὁρατά, τά ὁποῖα δέν βρίσκονται σέ κατάσταση ἡσυχίας, ἀλλά κινοῦνται πλημμελῶς καί ἀτάκτως, καί τά ἔφερε ἀπό τήν τάξη στήν ἀταξία»1.
Ὁ Πλάτων ζοῦσε σέ τόπο ὅπου κυριαρχοῦσε ἀνεξαίρετα ὁ πολυθεϊσμός: οἱ ἄνθρωποι εἶχαν θεοποιήσει τά στοιχεῖα καί τίς δυνάμεις τῆς φύσεως καί τά προσκυνοῦσαν. Ἐπισήμως ἡ φιλοσοφία δέν ἀπέρριπτε τούς θεούς, ὅμως ἀναγνώριζε πάνω ἀπό αὐτούς τόν ἀνώτατο Νοῦ. Στήν κοσμολογία τοῦ Πλάτωνα οἱ θεοί ἐπιτελοῦν καθήκοντα, παρόμοια σέ κάποια σημεῖα μέ τά καθήκοντα τῶν ἀγγέλων στίς μονοθεϊστικές θρησκεῖες: ὁ Δημιουργός τούς ἔφτιαξε, τούς προστάζει καί αὐτοί ὐπηρετοῦν τό θέλημά Του. Ἐπιθυμώντας νά δημιουργήσει τούς ἀνθρώπους, ὁ Δημιουργός ἀπευθύνεται σέ αὐτούς: «Θεοί θεῶν, εἶμαι Δημιουργός σας καί Πατήρ τῶν ἔργων, τά ὁποῖα ἔγιναν ἀπό Ἐμένα καί διατηροῦνται κατά τή θέλησή Μου»2. Ἔπειτα τούς δίνει τήν πρωτογενή ὕλη καί ἀναθέτει νά δημιουργηθοῦν ἀπό αὐτήν ἄνθρωποι... Οὐσιαστικά ἡ ἀρχαία φιλοσοφία, στό πρόσωπο τῶν καλύτερων ἀντιπροσώπων της, ξεπερνώντας τόν πολυθεϊσμό πλησίασε στήν ἀλήθεια γιά τόν μοναδικό Θεό.
Οἱ φιλόσοφοι μιλοῦσαν ἐπίσης γιά τόν Λόγο (λόγος σημαίνει «λέξη», «λογική», «διάνοια», «νόμος»), ὁ ὁποῖος πρωταρχικά ἐκλαμβάνεται ὡς κάποιος αἰώνιος καί πάγκοινος νόμος, μέ βάση τόν ὁποῖο κατασκευάστηκε ὅλος ὁ κόσμος. Ὅμως ὁ Λόγος δέν εἶναι μόνον μιά ἀφηρημένη καί θεωρητική ἰδέα: εἶναι ἀκόμα θεϊκή δημιουργική δύναμη, ἡ ὁποία διαμεσολαβεῖ μεταξύ Θεοῦ καί δημιουργηθέντος κόσμου. Ἔτσι δίδασκε ὁ Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς καί οἱ νεοπλατωνιστές. Στόν Πλωτίνο, ἀντιπρόσωπο τῶν νεοπλατωνιστῶν, ἡ φιλοσοφία σχεδόν μετατρέπεται σέ θρησκεία· ὑπογραμμίζει τό ὑπερβατικό, τό ἀτελεύτητο, τό ἀπόλυτο, τό ἀκατανόητο τῆς θεότητας. Κανένας προσδιορισμός δέν μπορεῖ νά Τόν ἐξαντλήσει, καμία ἰδιότητα δέν μπορεῖ νά Τοῦ ἀποδοθεῖ. Ὄντας ἡ πληρότης τῆς ὑπάρξεως, τό Ἕν (ἔτσι ὀνόμαζε ὁ Πλωτίνος τόν Θεό) γεννᾶ ὅλες τίς ἄλλες μορφές ὑπάρξεως, ἀπό τίς ὁποῖες πρώτη εἶναι ὁ Νοῦς καί δεύτερη ἡ Παγκόσμια Ψυχή· πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κύκλου τῆς Παγκόσμιας Ψυχῆς ἁπλώνεται ὁ ὑλικός κόσμος, δήλαδή τό Σύμπαν, στό ὁποῖο ἡ Ψυχή πνέει τή ζωή. Ὁ κόσμος κατ’ αὐτόν τόν τρόπο εἶναι σάν ἀντανάκλαση τῆς θείας πραγματικότητας καί τῆς τελειότητας. Τό Ἕν, ὁ Νοῦς καί ἡ Ψυχή συνολικά σχηματίζουν μιά Θεϊκή Τριάδα. Μέσω τοῦ καθαρμοῦ, τῆς καθάρσεως, ὁ ἄνθωπος μπορεῖ νά ἐξυψωθεῖ ὡς τήν ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ, ὅμως ὁ Θεός παραμένει τό ἴδιο ἀσύλληπτος καί ἀπρόστιτος, παραμένει τό ἴδιο μυστήριο.
Ἡ ἀρχαία φιλοσοφία μέσω τῆς ὁδοῦ τῆς διαλεκτικῆς πλησιάζει ἐγγύτατα σέ ἀυτές τίς ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες τελικά θά ἀποκαλυφθοῦν στόν χριστιανισμό: τόν ἕνα Θεό, Δημιουργό τοῦ κόσμου, τόν θεϊκό Λόγο Υἱό, τήν Ἁγία Τριάδα. Δέν ὀνόμαζαν τυχαῖα οἱ πρῶτο χριστιανοί συγγραφεῖς τήν φιλοσοφία «πρό Χριστοῦ χριστιανισμό». «Παρόλο πού ἡ ἑλληνική φιλοσοφία δέν κατέχει τήν ἀλήθεια σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο,... προετοιμάζει τόν δρόμο πρός τόν Χριστό», ἀναφέρει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας3. Πολλοί Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας προσῆλθαν στόν χριστιανισμό μέσω τῆς σπουδῆς τῆς φιλοσοφία ἤ, τό λιγότερο, τήν ἀντιμετώπιζαν πάντοτε μέ μεγάλο σεβασμό: ὁ ἱερομάρτυς Ἰουστίνος ὁ Φιλόσοφος, ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας, ὁ μακάριος Αὐγουστίνος, οἱ ἅγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Θεολόγος. Σέ νάρθηκες ἀρχαίων χριστιανικῶν ναῶν δίπλα στούς μάρτυρες καί τούς ἁγίους εἰκονίζονταν ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης ὡς πρόδρομοι καί προάγγελοι τῆς ἀληθείας...

* * *
Ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων τῶν πλατωνικῶν μοῦ ὑπέδειξε νά ἀναζητήσω τήν ἀσώματη Ἀλήθεια: ἔβλεπα «τό Ἀόρατο νά γίνεται Ὁρατό μέσω τῆς κτίσεως» (Ρωμ. 1:20) καί, ὠθούμενος πρός τά πίσω, αἰσθανόμουν ὅτι ἐξαιτίας τοῦ σκότους τῆς ψυχῆς μου ἡ ὅραση ἦταν ἀδύνατη γιά μένα. Ἤμουν βέβαιος ὅτι ὑπάρχεις, ὅτι εἶσαι ἀτελεύτητος καί ἀχώρητος... Μέ λαιμαργία, λοιπόν, ἅρπαξα τά σεβαστά βιβλία, τά ὑπαγορευθέντα ἀπό τό Πνεῦμα Σου καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα τίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου... Ἄρχισα νά διαβάζω καί βρῆκα ὅτι ὅλα τά ἀληθινά πού εἶχα διαβάσει στά βιβλία τῶν φιλοσόφων ἀναφέρονται καί στή Γραφή Σου... Ὅμως στά βιβλία τῶν φιλοσόφων δέν ὑπῆρχε ἦθος εὐλαβείας, δάκρυα ἐξομολογήσεως... «καρδία συντετριμμένη καί ταπεινωνμένη» (Ψαλμ. 50:19), οὔτε λέξη γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ, γιά τήν «πόλη, σάν νύφη στολισμένη» (Ἀποκ. 21:2), γιά τήν «πρόγευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. 1:22), γιά τό Ποτήριο τῆς ἀπολυτρώσεώς μας. Κανείς ἐκεῖ δέν ἔψελνε: «Μονάχα στόν θεό βρίσκει ἡ ψυχή μου τή γαλήνη· μόνο ἀπό κεῖνον ἔρχεται ἡ σωτηρία μου» (Ψαλμ. 62:2). Κανείς δέν θ’ ἀκούσει ἐκεῖ τήν πρόσκληση: «Ἐλᾶτε σ’ ἐμένα ὅλοι, ὅσοι κοπιάζετε» (Ματθ. 11:28). Αὐτοί (οἱ φιλόσοφοι) περιφρονητικά στρέφουν τήν πλάτη πρός Ἐκεῖνον πού εἶναι «πράος καί ταπεινός στήν καρδιά» (Ματθ. 11:29).
Μακάριος Αὐγουστίνος
1. Πλάτων, Τίμαιος, 28c-30b. Βλ. J. Burnet, Platonis opera, vol. 4. Oxford:  Clarendon Press, 1902 (repr. 1968).
2. Πλάτων, Τίμαιος, 41a. Βλ. αὐτόθι.
3. Κλήμης Ἀλεξανδρείας, Στρωματεῖς, 1,1-1,5. L. Früchtel, O. Stahlin, and U. Treu, Clemens Alexandrinus, vols. 2, 3rd edn. and 3, 2nd edn. [Die griechischen christlichen Schriftsteller 52(15), 17. Berlin: Akademie Verlag].


Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Ἰλαρίωνος Ἀλφέγιεφ «Τό μυστήριο τῆς πίστης - Εἰσαγωγή στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία», ἐκδόσεις “Ἐν πλῷ”.