Αδιάλειπτος είναι αυτός που γίνεται χωρίς διαλείμματα. Λέμε π.χ. αδιάλειπτη προσευχή.
Συνώνυμη λέξη είναι ο ακατάπαυστος, αδιάκοπος.
Ετοιμολογία: Το επίρρημα αδιαλείπτως προέρχεται από το α- στερητ. + διαλείπω (συμβαίνω κατά διαλείμματα).
Η φράση αδιάλειπτος προσευχή οφείλεται στον Απόστολο Παύλο ο οποίος προέτρεπε τους χριστιανούς να προσεύχονται συνεχώς «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Β΄ Θεσσ. 5, 17).
Από το ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, του Γ. Μπαμπινιώτη.